- έκφυτος
- ἔκφυτος, -ον (Α)1. μτφ. ανάρμοστος, άτοπος2. το ουδ. ως ουσ.τὸ ἔκφυτονο βλαστός, η έκφυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՏԱՐԱԳԻՐ — ( ) NBH 2 0851 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c ա. προγραφής proscriptus ἑκκήριττος voce praeconis expulsus, abdicatus ἕκφυτος . կամ ἕφυλος extorris. եւ բայիւ ἁποκηρύττω, προγράφω proscribo ἑξίστημι, ἑξίσταμαι… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)